- λιβανιστήρι
- λιβανιστήρι τοкадило, кадильница, см. θυμιατήριο
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
λιβανιστήρι — το ιού, το θυμιατό: Ο παπάς θυμιάτισε τα εικονίσματα με το λιβανιστήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυΐσκη — θυΐσκη, ἡ (Α) [θύος] θυμιατήρι, λιβανιστήρι … Dictionary of Greek
θυμιατήριο — και θυμιατήρι και θυμιατερό και θυμιατό, το (ΑΜ θυμιατήριον και Α ιων. τ. θυμιητήριον) [θυμιώ] σκεύος στο οποίο καίγεται θυμίαμα, θυμιατό, λιβανιστήρι νεοελλ. σκεύος που χρησιμοποιείται για θυμίαση τού εικονοστασίου τών σπιτιών αρχ. 1. δοχείο για … Dictionary of Greek
θυμιατός — ή, ό (ΑΜ θυμιατός, ή, όν, Μ και φυμιατός, ή, όν, Α και θυμιητός, ή, όν) [θυμιώ] νεοελλ. μσν. (το ουδ. και οπανιότ. το αρσ. ως ουσ.) τὸ θυμιατό(ν) και ὁ θυμιατός το λιβανιστήρι μσν. θύμιασμα, δηλ. το μέρος τής εκκλησιαστικής ακολουθίας κατά το… … Dictionary of Greek
λιβανηστήρι — και λιβανιστήριο(ν), το [λιβανίζω] 1. σκεύος μέσα στο οποίο καίμε λιβάνι για να λιβανίζουμε, θυμιατό, θυμιατήρι 2. φρ. «άρχισε πάλι το λιβανιστήρι» άρχισε πάλι να επαναλαμβάνει ενοχλητικά τα ίδια και τα ίδια … Dictionary of Greek
λιβανωτίδιον — λιβανωτίδιον, τὸ (Α) [λιβανωτίς] μικρό σκεύος μέσα στο οποίο έκαιγαν λιβάνι, μικρό λιβανιστήρι … Dictionary of Greek
λιβανωτρίς — λιβανωτρίς, ίδος, ἡ (Α) λιβανοθήκη, θυμιατήρι, λιβανιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λιβανωτίς, με επίθημα τρίς (πρβλ. ουρη τρίς, υμνη τρίς)] … Dictionary of Greek
λιβανωτός — ο, και λιβανωτό, το (AM λιβανωτός, ὁ, Α και λιβανωτός, ἡ) η ρητινώδης αρωματική ουσία που εκκρίνεται από το δένδρο λίβανος, το λιβάνι («οὐδ ἂν θύσαιμ ...οὐδ ἐπιθείην λιβανωτόν», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «καὶω λιβανωτό σε κάποιον» κολακεύω κάποιον,… … Dictionary of Greek